- μηκωνίς
- μηκωνίς, -ίδος, δωρ. τ. μακωνίς, ἡ (Α)1. είδος μαρουλιού με χυμό που μοιάζει με τον χυμό τής μήκωνος2. είδος ευφορβίου, ακανθώδους φυτού τής Αφρικής3. (ως επίθ. αρσ.) παρασκευασμένος από μήκωνα, μηκώνειος («μακωνίδες ἄρτοι», Αλκμ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < μήκων + επίθημα -ίς (πρβλ. θαμν-ίς)].
Dictionary of Greek. 2013.